Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἐπὴ τῆς πολιορκίας

  • 1 ησυχαζω

        (fut. ἡσυχάσω и ἡσυχάσομαι, aor. ἡσύχασα)
        1) оставаться спокойным, находиться в состоянии покоя
        

    (ἡ. καὴ ἀκινητίζειν Arst.)

        οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Xen. — противник не проявлял никакой деятельности;
        σὺ δ΄ ἡσύχαζε Aesch.не беспокойся или успокойся;
        ἥ ἀπορία τοῦ μέ ἡ. καὴ ἥ ἀγρυπνία Thuc. — мучительное беспокойство и бессонница;
        τό ἡσυχάζον τῆς νυκτός Thuc.ночной отдых

        2) жить спокойно, наслаждаться миром
        

    (ἥ Ἑλλὰς μέ ἡσυχάσασα Thuc.)

        3) не прекращать, упорно продолжать
        4) прекращаться
        

    ἡσυχάζων λόγος Diog.L.покоящееся умозаключение (по Хрисиппу, род сорита, развитие которого в бесконечность приостановлено)

        5) отдыхать, воздерживаться от труда
        6) молчать Eur.
        

    εἶπεν λέγων …;

        Οἱ δὲ ἡσύχασαν NT. — он спросил:
        …? - — Они же молчали

        7) приводить в состояние покоя, успокаивать
        

    (τὼ δύο εἴδη, sc. τῆς ψυχῆς Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > ησυχαζω

См. также в других словарях:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»